- κορυστής
- κορυστής, du. κορυστά: helmeted, hence armed, equipped for battle. (Il.)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
κορυστής — κορυστής, ὁ (Α) οπλισμένος με περικεφαλαία πολεμιστής («ἕλεν ἄνδρα κορυστήν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς + κατάλ. τής που συν. απαντά σε μεταρρμ. παρ.] … Dictionary of Greek
κορυστής — helmed man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυσταί — κορυστής helmed man masc nom/voc pl κορυστός raised up fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυστήν — κορυστής helmed man masc acc sg (attic epic ionic) κορυστός raised up fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυστά — κορυστά̱ , κορυστής helmed man masc nom/voc/acc dual κορυστής helmed man masc voc sg κορυστής helmed man masc nom sg (epic) κορυστός raised up neut nom/voc/acc pl κορυστά̱ , κορυστός raised up fem nom/voc/acc dual κορυστά̱ , κορυστός raised up… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυστάν — κορυστά̱ν , κορυστής helmed man masc acc sg (epic doric aeolic) κορυστής helmed man masc acc sg κορυστά̱ν , κορυστός raised up fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυστάς — κορυστά̱ς , κορυστής helmed man masc acc pl κορυστά̱ς , κορυστής helmed man masc nom sg (epic doric aeolic) κορυστά̱ς , κορυστός raised up fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρυς — κόρυς, υθος, ἡ (Α) 1. η περικεφαλαία τών μαχητών («βάλεν εὐπείθεια κόρυθος διὰ χαλκοπαρῄου», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. το κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το κέρας δεν μπορεί να τεκμηριωθεί επαρκώς. Μαζί με τα κόρυδος, κόρυμβος, κορύνη,… … Dictionary of Greek